Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - Γιατί αποτύχαμε;




Του ‘Αλκη Ψάρρα

Αποτύχαμε, γιατί η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την εξουσία το 2004 σε μία περίοδο μεγάλου ενθουσιασμού, αλλά και άμεσης ανάγκης για μεγάλες αποφάσεις και εμείς παρασυρθήκαμε από τον ενθουσιασμό, αποσυντωνιστήκαμε από την δική μας αλαζωνεία και έτσι μεταθέταμε συνεχώς την λήψη αποφάσεων, προτιμούσαμε τα ημίμετρα, πείσαμε τους εαυτούς μας οτι τα πυροτεχνήματα αρκούν και μπορούν να υποκαταστήσουν την ουσία, με δύο λόγια, απλά φανήκαμε λιγότεροι των περιστάσεων.
Αποτύχαμε, οχι όταν και επειδή η Νέα Δημοκρατία έχασε τις εκλογές. Θα πείραζε αν η Νέα Δημοκρατία, είχε καταφέρει να κάνει τις ουσιαστικές τομές και το έργο που ευαγγελιζόταν, αλλά παρα ταύτα αποδοκιμαζόταν. Και τότε όμως, θα είχαμε το κεφάλι ψηλά, όπως το 1981 όταν η Νεα Δημοκρατία, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έβαλε την Ελλάδα σε μια άλλη εποχή, στέριωσε οριστικά και ουσιαστικά την Δημοκρατία, μας έβαλε στην Ευρώπη, εθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας. Αυτό που πονάει πιό πολύ τώρα δεν είναι οτι χάσαμε τις εκλογές, αλλά οτι απλά αποτύχαμε συνολικά.



Αποτύχαμε, γιατι αποδείχθηκε στην πράξη οτι η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τις εκλογές με μοναδικό σκοπό την νομή της εξουσίας. Εξουσία για την εξουσία με ότι αυτό συνεπάγεται. Το ερώτημα νομή και διατήρηση της εξουσίας χωρίς προϋποθέσεις ή κάνουμε έργο και ας χάσουμε την εξουσία, ετέθη μόνο την τελευταία στιγμή και τότε μόνο σαν αποτέλεσμα της παραδοχής οτι δεν μπορούμε να κάνουμε έργο. Μέχρι τότε δεν υπήρχε κάν το δίλημμα. Και επειδή ο τρόπος άσκησης της εξουσίας, ακόμα και η κατάχρηση της, χρωματίζεται από τον εκάστοτε φορέα της, αποτέλεσμα του τρόπου άσκησης της εξουσίας από την Νέα Δημοκρατία ήταν η αυθάδης γραφικότητα. Είναι αυτή η αυθάδης γραφικότητα που οδήγησε έντρομους πολλούς που απήλαυναν την εξουσία, στα τηλεοπτικά παράθυρα να εξορκίσουν το κακό και να διεκδικήσουν λίγο ακόμα χρόνο για την νομή της. Είναι η αυθάδης γραφικότητα των θυτών που εμφανίσθηκαν ως θύματα, όταν επιτέλους ήλθε η ώρα της κρίσεως. Είναι η αυθάδης γραφικότητα των εξ εθισμού προσκυνητών που απέκτησαν απότομα μετεκλογικά λαλιά και κατηγόρησαν τον Καραμανλή γιατί έβαλε το συμφέρον του τόπου πάνω από το συμφέρον τους, το συμφέρον της Ελλάδας πάνω από το συμφέρον της Νέας Δημοκρατίας. Αλλά και η αποκαρδιωτική μικρότητα ανθρώπων που προτάσσουν τους εαυτούς τους ως ηγέτες και ψέλισαν τα ίδια, για να μην αποκαρδιώσουν τους αλλαλάζοντες και αγωνιούντες για το σωστό “πλασάρισμα” οπαδούς. Πράγματι, έφταιξε ο Καραμανλής, έφταιξε γιατί δεν είχε την δύναμη να “στεγνώσει την ψυχή του”, να γυρίσει την πλάτη σε φίλους και να απαιτήσει να πράξουν όλοι, όσα όφειλαν. Αργησε να διώξει τους ex officio καραμανλικούς και όταν το έκανε ήταν αργά. Εφταιγε γιατί έκανε τις λάθος παραδοχές. Είχε όμως το θάρρος να υποστεί τις συνέπειες μόνος του. Λές και αυτή κυβέρνηση δεν είχε υπουργούς που έπρεπε να κάνουν έργο, δεν είχε βουλευτές που έπρεπε να κάνουν έργο, δεν είχε κόμμα να στηρίξει το έργο, αλλά μόνο Πρωθυπουργό να κάνει λάθος.
Αποτύχαμε, γιατί ο τέως Πρωθυπουργός και οι λίγοι που συμμερίζονταν την θέση του, στην αρχή δεν θέλησαν και μετά δεν μπόρεσαν, να ορίσουν ως όφειλαν, αυτοί, την εξέλιξη των πραγμάτων, και φυσικά τελικά παρασύρθηκαν οι ίδιοι από τις εξελίξεις. Πόσο ανόητο μπορεί να είναι να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ισχύσει το Παπανδρεϊκό αξίωμα, ότι “δεν πειράζει αν φάν και λίγο” ή το πιό “ρεαλιστικό”, “αν τους εμποδίσεις δεν θα λειτουργήσει τίποτα”. Ο ανθρωπος που δοκιμάζει την διαφθορά είναι σαν τον σκύλο που δοκιμάζει το κρέας. Ξεκινά από λίγο, αλλά μετά συνηθίζει και ζητάει περισσότερο. Μετά απαιτεί την νομιμοποίηση της συμπεριφοράς του μοιράζοντας στους γύρω του και κάνοντας συνενόχους. Αυτοί με την σειρά τους, δεν βολεύονται με τα αποφάγια και ζητάν περισσότερο. Ο καθένας, όσο περνάει από το χέρι του. Η διαφθορά δεν είναι, ούτε από την φύση της μπορεί να είναι, φαινόμενο στατικό και περιορισμένο. Αν ήταν έτσι, θα είχε να αντιμετωπίσει την αντίδραση των άλλων, θα απομονωνόταν και θα αντιμετωπιζόταν. Η διάδοση της και η διάχυση της, γίνεται ενσυνείδητα από τους φορείς της, που γνωρίζουν οτι μόνο με την συνενοχή των άλλων εξασφαλίζουν την ακώλυτη και ανέλεγκτη απόλαυση των ενεργειών τους. Είδος διαφθοράς όμως είναι και η ανοχή, είτε πρόκειται για στρουθοκαμηλισμό, είτε έχει την μορφή του γνωστού επιχειρήματος κάποιων που φαντασιώνονται τους εαυτούς τους ως γκουρού της πολιτικής και αποφαίνονται οτι “έτσι είναι τα πράγματα και δεν αλλάζουν”. Ετσι τους βολεύει να είναι.
Μπορεί όμως πραγματικά κανείς να επιτύχει μια απολύτως αδιάφθορη εξουσία; Προφανώς όχι, γιατί δεν ζούμε σε κοινωνία αγγέλων, ούτε επαγόμαστε μια μεταφυσική ηθική τελειότητα. Αυτό αφορά αποκλειστικά τον καθένα μας και δεν υπάρχει τρόπος επιβολής στους άλλους. Μάλλον πιό σωστά δεν υπάρχει δημοκρατικός τρόπος επιβολής στους άλλους. Γιατί υπάρχει και ο ελλοχεύων ποπουλαρισμός που κρύβεται στο “Που είσαι Παπαδόπουλε” ή στην απέραντη γραφικότητα των ιδιοκτητών τηλεοπτικών παραμάγαζων που εμφανίζουν εαυτούς ως ταγούς της καθαρότητας και της ορθότητας, βασιζόμενοι στο καθημερινά επαληθευόμενο φαινόμενο της περιορισμένης συλλογικής μνήμης ή στην ικανότητα που τα όμορφα λόγια έχουν να παραμερίζουν την λογική και να παραμορφώνουν την πραγματικότητα. Ας μη ξεχνάμε όμως οτι ο ποπουλαρισμός και ο ομογάλακτος του ολοκληρωτισμός, δεξιός ή αριστερός, που μορφή του είναι και η τρομοκρατία, έχουν τεράστια ομοιότητα με τα παράσιτα. Εμφανίζονται και αναπτύσσονται ιδιαίτερα, όπου υπάρχει σήψη και παρακμή. Αποτελούν άμεσο σύμπτωμα δυσλειτουργίας της δημοκρατίας. Γιατι η δημοκρατία δεν είναι άτρωτη, ούτε αλάνθαστη, ούτε προ πάντων των αιώνων. Δεν είναι δημιούργημα Θεού αλλά ανθρώπων. Ετσι την ζωγραφίζουν μόνο όσοι επιθυμούν να της επιτεθούν και να την αναιρέσουν. Γιατί αν την θεωρήσουμε τέλεια τότε προφανώς δεν μπορεί να κάνει λάθη ή να ανέχεται λάθη και αφού και κάνει και ανέχεται λάθη, είναι άχρηστη. Eτσι δημιουργείται χώρος να εμφανισθούν ως σωτήρες, οι κήνσορες που ξεσηκώνουν τα πλήθη υπέρ του “δικαίου”, υπέρ του συγκεκαλυμένου ολοκληρωτισμού, που αν μη τι άλλο “ξέρει να επιβάλλεται” και να χαρίζει την ησυχία στους δρόμους, την ασφάλεια στα σπίτια και την ευδαιμονία. Και στην Σοβιετική Ενωση ήχαν από αυτά και στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Εκτός αν αυτή την ευδαιμονία ονειρευόμαστε. Η δημοκρατία όμως στην πραγματικότητα κάθε άλλο παρά απόλυτη και τέλεια είναι, χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπινου δημιουργήματος. Η δημοκρατία είναι ένα σύνολο θεσμών που άλλοτε λειτουργούν σωστά και άλλοτε όχι. Αλλοτε λειτουργούν τυπικά και άλλοτε ουσιαστικά. Αυτό εξαρτάται πρωτίστως από τις ηγεσίες, αλλά βεβαίως και από καθένα από εμάς χωριστά. Οταν δεν υπαρχει ο θεσμός που ασκεί επαρκή έλεγχο, τότε υπάρχει και διαφθορά και όταν υπάρχει διαφθορά δεν μπορεί να ληφθούν σωστές αποφάσεις. Δεν υπάρχει η βούληση και δύναμη να πάει μια κυβέρνηση κόντρα στα συμφέροντα, Οταν δεν υπάρχει ο θεσμός που νομοθετεί σοβαρά και με βάση σχεδιασμό, αλλά απλά συμβιβάζει συμφέροντα, τότε υπάρχει διαφθορά. Οταν ο θεσμός που καλείται υπουργός ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή, ασκεί την εξουσία που ο νόμος δίνει να νομοθετεί δευτερογενώς, με τρόπο υστερόβουλο ή ερασιτεχνικό, με προσωπική ατζέντα, τότε υπάρχει διαφθορά. Οταν ερήμην των θεσμών, διορίζουμε τα δικά μας τα παιδιά γιατί τόσο καιρό δεν είχαν διορισθεί, υπάρχει διαφθορά και εμείς είμαστε κακέκτυπα του πρωτοτύπου που ξεχνάνε οτι η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα. Οταν καταγγέλουμε τις επανανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και τις αντικαθιστούμε από τα επανανανεούμενα stage, υπάρχει διαφθορά. Οταν ερήμην των θεσμών, μοιράζουμε την πίττα των μεγάλων έργων και προμηθειών ή των μεγάλων οργανισμών κατα βούληση και ερήμην του νόμου, με την ψευδαίσθηση οτι θα “κάτσουν καλά” οι επωφελούμενοι, υπάρχει βλακεία απύθμενη αν το πιστεύουμε, και διαφθορά. Οταν παρακάμπτοντας θεσμούς και νόμους, δεν κυνηγάμε τους παρανομούντες “δικούς μας”, υπάρχει διαφθορά. Οταν ζητάμε να μην κυνηγηθούν οι “δικοί μας” παρανομούντες, υπάρχει διαφθορά. Οταν υπάρχει παρέμβαση στο θεσμό της δικαιοσύνης, υπάρχει διαφθορά. Οταν χρησιμοποιούμε τον θεσμό των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών ως συγκάλυψη για την ηθελημένη ανυπαρξία πολιτικής ή ακόμα και την παρανομία, υπάρχει διαφθορά. Οταν ο υπουργός ή η διοίκηση λειτουργούν ως μεσάζοντες που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν εξελίξεις κατ’εντολή, υπάρχει διαφθορά. Οταν ορίζουμε σε θέσεις ευθύνης για την λειτουργία οργάνων και θεσμών και “προστατεύουμε” ανίκανους ή διεφθαρμένους, φίλους, υπάρχει διαφθορά. Οταν οι βουλευτές προμηθεύονται οικοσκευή από μεγαλοπρομηθευτές. Οταν οι πολεοδομίες, τα δασονομία κλπ λειτουργούν σε καθεστώς ιδιότυπης αυτονομίας ή επιλεκτικής τυφλότητος, υπάρχει διαφθορά. Οταν η δημόσια διοίκηση βασίζεται στον χρηματισμό και η ανάπτυξη ανατρέπεται ή η τεχνολογία εξοστρακίζεται γιατί μπορεί να περιορίσει τον χρηματισμό, υπάρχει διαφθορά. Οταν μέσα σε πέντε χρόνια δεν καθίσταται δυνατό να ψηφισθεί και να εφαρμοσθεί νομοθεσία που να επιβάλλει διαφάνεια και σωστή λειτουργία στα πανεπιστήμια, τα σχολεία και στα ερευνητικά κέντρα, υπάρχει διαφθορά. Οταν δεν ταράσσουμε τα ελώδη ύδατα της δημόσιας υγείας για να μην δυσαρεστήσουμε, υπάρχει διαφθορά. Οταν χορηγούμε δικαιώματα σε επαγγελματικές ομάδες την εβδομάδα των εκλογών, υπάρχει αναμφισβήτητα διαφθορά, συνοδευόμενη με προκλητική ανοησία. Οταν δεν καταφέρνουμε ακόμα να λειτουργούν τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ σύννομα, δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, οτι υπάρχει διαφθορά. Γιατί υπάρχει ακόμα περισσότερο διαφθορά, όταν όλα αυτά τα γνωρίζουμε, και τα αποδεχόμαστε ή τα ανεχόμαστε ή δεν τολμούμε να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα για να τα αντιμετωπίσουμε, για να μην προκαλέσουμε αντιδράσεις ή χάσουμε οπαδούς ή για να μην στεναχωρήσουμε τους φιλικά προσκείμενους κατ’επάγγελμα συνδικαλιστές. Η άρνηση λήψης μέτρων και αποφάσεων με βάση την λογική οτι θα χάσουμε ψήφους και θα δυσαρεστήσουμε, είναι αφ’εαυτής η μεγαλύτερη μορφή διαφθοράς, η πλέον ασυγχώρητη, η πλέον απαράδεκτη. Αυτή που αποτελεί την ρίζα του κακού. Αυτή που δυσφημεί και αποδυναμώνει θεσμούς. Αυτή που κτυπάει την Δημοκρατία στην καρδιά της και κάνει την πολιτική αδιάφορη ή αποκρουστική για τους πολίτες και οπλίζει λαϊκιστές και τρομοκράτες.
Η πραγματικότητα είναι οτι αν δεν υπάρχει σαφής και επίμονη διάθεση να αντιμετωπίσει μία κυβέρνηση την πίεση των διαφόρων μορφών διαφθοράς, δεν είναι σε θέση να παράγει έργο. Αυτή είναι η κρίσιμη πραγματικότητα και ας μην αμφιβάλλουμε καθόλου. Δεν μπορεί να επιβάλλει, αλλά ούτε κάν να λάβει, αποφάσεις και να εφαρμώσει πολιτικές πραγματικά ριζοσπαστικές, που να ανατρέπουν τα κακώς κείμενα, που να επιφέρουν τις αναγκαίες αλλαγές, που να ενισχύουν και να ανανεώνουν τους υπάρχοντες θεσμούς και όπου χρειάζεται να δημιουργούν άλλους. Οσοι επιθυμούν την διατήρηση του status quo θα καθυστερήσουν, θα σχετικοποίησουν, θα ανατρέψουν και τελικά θα δυσφημίσουν κάθε προσπάθεια που απειλεί το άμεσο συμφέρον τους. Ο μεγενθυντικός φακός των ΜΜΕ συνειδητά ή ασυνείδητα, κατά κανόνα συνειδητά, τους βοηθάει. Και αυτά τα “συμφέροντα” δεν είναι μόνο οι μεγάλοι, αλλά είναι και οι μικροί, δεν είναι μόνο οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα, αλλά και οργανωμένα συνδικαλιστικά συμφέροντα, δεν είναι μόνο χονδρέμποροι αλλά και αγρότες, δεν είναι μόνο έμποροι αλλά και επιστήμονες, δάσκαλοι και καθηγητές, νοικοκυρές, φοιτητές και μαθητές. Δεν βοηθάει σε τίποτα ο ανάστροφος ρατσισμός που υιοθετούν λαοπλάνοι και διασκεδαστές, που αναζητούν θεαματικότητα, χαϊδεύοντας αυτιά και δημιουργόντας “ηρωϊκές ομάδες ανθρώπων” αφ’ενός και “κακούς” αφ’ετέρου. Πολλοί από αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων, αντικειμενικά δεν μπορούν να ξέρουν τι ακριβώς τους συμφέρει και άλλοι είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν άλλους ή να χρησμοποιηθούν από άλλους. Ολοι αυτοί όμως, μέσα σε μια δημοκρατία, κάνουν την δουλειά τους. Δεν είναι τέρατα, δεν είναι προϊόντα άλλης κοινωνίας, δεν διαφέρουν από όλους εμάς. Είναι δεδομένοι. Σε μία ζωντανή κοινωνία, αν δεν ήταν αυτοί θα ήταν άλλοι. Εύλογο και θεμιτό είναι να διεκδικούν οτι θεωρούν καλύτερο ή πιό συμφέρον για αυτούς. Αθέμιτο είναι να υπερβαίνουν τους κανόνες, ή ακόμα χειρότερο να φτιάχνουν τους κανόνες στα μέτρα τους. Αθέμιτο είναι να αποδιοργανώνουν τους θεσμούς που θέτουν τα όρια και να ελέγχουν την λειτουργία τους. Απαράδεκτο είναι να νομιμοποιούν οτι τους συμφέρει και να δαιμονοποιούν ή να χλευάζουν οτι τους ενοχλεί. Και εδώ είναι ο ρόλος της κυβέρνησης που πραγματικά ασκεί εξουσία. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει όλα τα οργανωμένα και αντίθετα συμφέροντα, δεν μπορεί να επιτυχεί μια ζωντανή δημοκρατία, μια πραγματικά ανοικτή κοινωνία, παρα μόνο με ένα τρόπο. Χρησιμοποιώντας την εξουσία της για περιορίσει την διαφθορά ενισχύοντας τους θεσμούς και άρα περιορίζοντας την πίεση τους και αποκτώντας την εμπιστοσύνη των πολιτών. Σε αυτή την προσπάθεια δεν υπάρχει νομοτέλεια. Δεν επιδιώκουμε το ιδανικό και ούτε υπάρχει αυτό, αλλά επιδιώκουμε το καλύτερο δυνατό σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η Νέα Δημοκρατία απέτυχε οικτρά σε όλα αυτά. Αποτύχαμε γιατί ο φόβος μήπως χαθεί η πλειοψηφία των 152 μας έκανε και ανεχθήκαμε την διαφθορά και την βλακεία. Δεν είμαι βέβαιος προσωπικά ποιό από τα δύο περισσότερο. Μπορεί κανείς να πάρει σοβαρά μία κυβέρνηση που κάθεται σιωπηλή μπροστά σε έναν κατηγορούμενο που ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής για να κουνήσει με αποφασιστικότητα απέναντι σε όλη την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική Βουλή, το δάχτυλο του, εννοώντας προφανώς οτι “αφού και άλλοι κάνουν γιατι να την πληρώσω εγώ”; Μπορεί αυτή κυβέρνηση να κυβερνήσει; Αλλοίμονο στον λαό που θα την αφήσει. Αποτύχαμε διότι εξαρχής στο δίλημμα σωστή κυβέρνηση με κίνδυνο απώλειας της εξουσίας ή διατήρηση εξουσίας πάσει θυσία, επιλέξαμε χωρίς δισταγμό το δεύτερο. Στην πραγματικότητα για πολλούς, υποθέτω οτι το ζήτημα ουδέποτε υπήρξε. Και αυτό φάνηκε στο τέλος, όταν ο Καραμανλής έπραξε σαν Καραμανλής για το συμφέρον της χώρας και όταν ήταν πλέον σαφές οτι δεν μπορούσαμε να ασκήσουμε την εξουσία. Αλλά οι εκπρόσωποι μας ήταν τόσο μικροί και τόσο λίγοι που ακομα και όταν ήλθε η στιγμή να μπεί το συμφέρον του τόπου πάνω από το συμφέρον το δικό τους και το τονίζω αυτό, το δικό τους - όχι του κόμματος, πιάσαν τα τηλεοπτικά παράθυρα και με λόγια μουσειακού βαρύγδουπου κομματικού πατριωτισμού όρθωσαν την μικρότητα τους μπροστά στις κάμερες για να μας στείλουν μηνύματα αφελούς γηπεδικής αντιπαλότητας και αγωνίας μπροστά στον κίνδυνο να χαθεί η νομή της εξουσίας, με ότι αυτό συνεπαγεται για τους ίδιους. Γιατί αυτοί που δεν ήξεραν, εμείς οι πολλοί, δικαιολογούμαστε ίσως να αναρωτιόμαστε, αυτοί όμως που όφειλαν να ξέρουν δεν μπορεί παρά να ενήργησαν με δόλο. Το κακό είναι οτι πλέον ούτε ο μπαμπούλας του κομμουνισμού υπάρχει για να συσπειρώνει, ούτε το ΠΑΣΟΚ είναι το κίνημα του 1981. Τα σαφή τείχη που διαχωρίζουν τους μεν από τους δε, αλλά και περιχαρακώνουν τους δικούς μας, δεν υφίστανται. Οι ψήφοι ξεστρατίζουν εύκολα, μια και σε αντίθεση με τις ηγεσίες, τους ψηφοφόρους, οταν απομακρύνονται από την στρούγκα, δεν τους τρώει κανένας λύκος. Μην έχουμε καμμιά αμφιβολία οτι οι παραθυρολάγνοι πολιτευτές που προσκαλούσαν τον Καραμανλή να μην κάνει εκλογές συνέβαλαν καθοριστικά στην διαμόρφωση του ανοίγματος της διαφοράς. Είναι οι ίδιοι αυτοί που απέδιδαν μετεκλογικά την αποτυχία στο γεγονός οτι ο Καραμανλής δεν τους άκουγε, ή άκουγε άλλους, δεν τους υπουργοποίησε ή τους απέκλεισε από τις εκλογές ή ακόμα πιό γραφικά (ακούστηκε και αυτό!), δεν έκανε Εφετείο στην εκλογική τους περιφέρεια, ποντάροντας πάλι υποθέτω, στην μειωμένη μνήμη και κρίση μας για καθένα από αυτούς. Από την άλλη πλευρά όμως, όλους αυτούς κάποιος τους επέλεξε ακόμα και αν τους κληρονόμησε και κάποιοι δεν φρόντισαν να ανανεωθεί η κοινοβουλευτική ομάδα, φτιάχνοντας στοχευμένα ψηφοδέλτια ευκολίας, συντήρησης και συνέχειας. Και εδώ το ψευτοδίλημμα “θα φεύγαν οι δυσαρεστημένοι” δεν έχει νόημα. Μα ο σκοπός ήταν ακριβώς αυτός: να φύγουν. Η εξουσία ήταν χαμένη, τουλάχιστο ας φεύγαν λίγοι ακόμα από τους πραγματικούς υπαίτιους της ήττας. Αν εμείς κρατάμε το κατακάθι για να μην πάει αλλού, στο τέλος θα μείνουμε μόνο με το κατακάθι.
Αποτύχαμε λοιπόν, οχι γιατί δεν τα καταφέραμε στα δύσκολα. Αποτύχαμε γιατί δεν κάναμε τα προφανή.

Μετά την αποτυχία.
Αναπόφευκτα η συνέχεια είναι απόλυτα συνυφασμένη με τα προηγούμενα. Ξεκινήσαμε με έναν ακόμα αυτοεξευτελισμό. Καταργήσαμε το προηγούμενο συνέδριο και το Καταστατικό της Νέας Δημοκρατίας εν μία νυκτί. Λές και άλλοι το ψήφισαν. Λές και πριν την 4.10.2009 ήμασταν λιγότερο δημοκρατικοί. Ας μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας. Το ζητούμενο δεν είναι οι δημοκρατικές διαδικασίες, αυτές έχουν κερδιθεί εδώ και πολλά χρόνια, όταν κάποιοι από τους τωρινούς ένθερμους υποστηρικτές τους ήταν ορκισμένοι εχθροί τους. Οι σύνεδροι του προηγουμένου συνεδρίου δεν είναι λιγότερο δημοκρατικοί από την ομάδα των προσώπων που αποφασίζουν τώρα. Αν σεβόμαστε πράγματι την δημοκρατική αρχή και την συνέχεια της δικής μας ιστορίας, αλλάζουμε το καταστατικό από το ίδιο όργανο που το ψήφισε. Το εκλογικό σώμα όμως είναι η επίφαση. Το πραγματικό ζητούμενο είναι οι συσχετισμοί και οι ισσοροπίες. Αν κάποιοι από τους υποψηφίους ήταν πεπεισμένοι οτι θα βγαίναν αρχηγοί αν ψήφιζαν οπαδοί άλλου κόμματος, θα ζήταγαν ακόμα και αυτό. Στην πράξη αν δεν το ζήτησαν ρητά πάντως δεν το απέκλεισανν ως πιθανότητα. Υπάρχει και κάτι ακόμα: όλοι οι υποψήφιοι αρχηγοί έχουν την προσωπική τους ιστορία, την πορεία τους και όλοι την γνωρίζουμε. Δεν εμφανίζονται τώρα πρώτη φορά. Οπως είναι αναμενόμενο, όλοι έχουν κάνει στην πορεία τους λάθη και σωστά. Δεν μπορεί συνεπώς η συζήτηση να εξαντλείται σε εκθέσεις ιδεών και εκλογικά τρύκ, ούτε στο παρελθόν, αλλά στο τι μέλλει γενέσθαι. Ολοι εμείς οι απλοί ψηφοφόροι, μπορούμε και πρέπει να κατηγορούμε τους προσωπικούς μηχανισμούς, την αυτάρεσκη αλλαζονεία και όσα αυτά συνεπάγονται. Ο τόπος έχει πληρώσει βαριά αυτή την φοβική και συνομωτική προσέγγιση της πολιτικής που εξασφαλίζει την απομόνωση των ηγεσιών και την αυθαιρεσία των παρατρεχάμενων χειροκροτητών. Ακόμα περισσότερο ο τόπος έχει πληρώσει τις ηγεσίες που συνειδητά υιοθετούν αυτή την μικρονοητική λογική. Δεν μπορεί όμως κάποιος που έκανε όχι μόνο προσωπικό μηχανισμό, αλλά ολόκληρο κόμμα να κατηγορεί τους άλλους για προσωπικούς μηχανισμούς. Δεν μπορεί να εμφανίζεται υπέρμαχος της ενότητας κάποιος που έκανε άλλο κόμμα και κανείς δεν θυμάται γιατί το έκανε. Ποιό σωστά, γιατί ισχυρίστηκε οτι το έκανε. Στην παρούσα περίσταση άνθρωποι που ταυτίζονται με τις περιγραφές Σαβοπούλειων ασμάτων δεν μπορεί λογικά να είναι η επιλογή μας. Με την ίδια λογική, η αντιπάθεια σε μεθόδους και πρόσωπα και η ανυποχώρητη καταδίκη τους, δεν μπορεί να εκδηλώνεται με δεκαετή καθυστέρηση. Επί μία σχεδόν δεκαετία να υπάρχει απόλυτη ταύτιση και η αντίθεση να εκδηλώνεται για προφανώς λάθος λόγους, (μακάρι να είχαμε σήμερα το πακέτο Πινέϊρο που κλωτσήσαμε για λόγους επαναστατικής γυμναστικής) και η εμμονή στο λάθος να συνεχίζεται. Είναι σπουδαίο να φυλάττεις Θερμοπύλες, αλλά επικίνδυνο να νομίζεις οτι φυλάττεις Θερμοπύλες και εν πάσει περιπτώσει για όσους φαντασιώνονται τους εαυτούς τους ως φυλάττοντες Θερμοπύλες, υπάρχει ένας στίχος του ποιητή που τους διαφεύγει: “πλήν χωρίς μίσος για τους ψευδομένους”. Οχι “επενδύστε στο μίσος για τους ψευδομένους”.
Αν θέλουμε να είμαστε όμως στραμμένοι στο μέλλον και να είμαστε ειλικρινείς, οι πραγματικές πολιτικές διαφορές ανάμεσα στους υποψηφίους δεν είναι μεγάλες. Για την ακρίβεια οι διαφορές αφορούν το παρελθόν. Μεγενθύνονται για να δικαιολογείται η διαφοροποίηση. Δεν πρόκειται για μια ασυνήθιστη πρακτική στην πολιτική, ούτε είναι αναγκαστικά κατακριτέα. Γίνεται κατακριτέα όταν εκτρέπεται σε μεσιανισμό ή δαιμονοποίηση και οδηγεί σε πλήρη απόρριψη των άλλων. Οταν η διαφορά μετά δεν μπορεί να κλείσει. Και πάλι, να μην παρεξηγούμε, αν υπήρχε πραγματική διαφορά, χρήσιμο θα ήταν να εκδηλώνεται. Ο κομματικός πατριωτισμός δεν μπορεί να καταλύει την πολιτική διαφοροποίηση. Αντικειμενικά όμως τέτοια δεν υπάρχει σήμερα σε ένα κόμμα που όλοι χαρακτηρίζουμε πολυσυλλεκτικό. Θα ήταν χρήσιμο να ξεπεράσουμε αυτή την φορά την οπαδοποίηση. Να μην μετατραπούμε σε χειροκροτητές.
Ο Καραμανλής στην τελευταία ομιλία του στην Βουλή, τόνισε οτι η Νέα Δημοκρατία θα συνεργασθεί σε κάθε σωστό μέτρο που θα πάρει η κυβέρνηση. Οι καιροί το απαιτούν. Τα περιθώρια είναι πολύ στενά. Είχε την δύναμη να τα πεί αυτά ο Καραμανλής λίγες μέρες μετά την ήττα που αυτός πρωτίστως υπέστη. Η τοποθέτηση του πάνω από όλα είναι η προφανής και η αναγκαία για τον τόπο. Γιατί στην Ελλάδα ποτέ δεν πάσχαμε από οπλαρχηγούς και βιλαέτια. Εκεί που έχουμε πραγματική έλλειψη είναι στην ρεαλιστική, δημοκρατική και πατριωτική άποψη εκείνου που έχει την δύναμη να μένει πιό πίσω όταν πρέπει και να βγαίνει μπροστά μόνο όταν χρειάζεται. Αν και όπου το ΠΑΣΟΚ αποτυγχάνει να μας βρίσκει απέναντι του. Αν και όπου πετυχαίνει, και μακάρι αυτός να είναι ο κανόνας, να μας βρίσκει δίπλα του. Σε κάθε περίπτωση μόνο σε ψευδαίσθηση θα μπορούσαμε να αποδώσουμε την εμμονή στο σχήμα “καλή Νέα Δημοκρατία”- “κακό ΠΑΣΟΚ”. Δεν είμαστε στο 1981 και ούτε έχουμε λόγο να προσποιούμαστε οτι είμαστε. Δεν βρίσκεται ο τριτοκοσμικός σοσιαλισμός επί θύραις, δεν βρισκόμαστε μπροστά στην άλωση του ελληνικού δημοσίου ή στην επιβολή της λογικής που το ΠΑΣΟΚ εισήγαγε το 1981 και έκτοτε πληρώνουμε όλοι, αν δεν την υιοθετήσαμε κιόλας σε πολλές περιπτώσεις.
Το σπουδαιότερο, δεν νοείται να καταδικάσουμε την Νέα Δημοκρατία στην συντήρηση. Συμφέρον της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας δεν νοείται να είναι τίποτα άλλο παρά το συμφέρον του τόπου. Δεν μπορεί να αποκηρύξουμε οτι αποτύχαμε να κάνουμε, επειδή φανήκαμε ανίκανοι να το υλοποιήσουμε. Αλλά βεβαίως πρέπει και να το εμπλουτίσουμε. Μπορεί να μην είναι ηρωϊκό και μεγαλόπνοο, αλλά η παιδεία, η υγεία και το περιβάλλον, η καθημερινότητα, πρέπει να είναι το μέλημα ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κόμματος. Αν θέλουμε να έχουμε συνέχεια και μέλλον, οι τομείς αυτοί είναι τομείς προτεραιότητας. Είναι οι ελάχιστες αναγκαίες προϋποθέσεις για να κερδηθεί πάλι ο σεβασμός των πολιτών προς το κράτος. Για να αποκτήσουν πάλι την αίσθηση της ολότητας και να αισθανθούν οτι δεν έχουν το κράτος διαρκώς απέναντι. Η ποιότητα ζωής ειναι προϋπόθεση για τη μεγαλύτερη συμμετοχή και το ενδιαφέρον του πολίτη για να αποκτήσει η πολιτική απτό νόημα και να μην περιορίζεται σε μεγαλόστομες διακηρύξεις αυτάρεσκων ρητόρων. Ακόμα και με τις συνθήκες τις σημερινές γνωρίζουμε ολοι οτι εκεί υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Η ελάχιστη μείωση της γραφειοκρατίας και η εφαρμογή των υπαρχόντων θεσμών θα αρκούσε για τα πρώτα βήματα. Δυστυχώς, αυτό είναι και το μέτρο της αποτυχίας μας. Μιά κυβέρνηση που κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών κερδίζει και την συμμετοχή τους. Και αυτό ισχύει σε κάθε τομέα. Η κυβερνηση που θα αποφασίσει να εφαρμόσει τα μέτρα που πρέπει και να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία που υπάρχει για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, θα κερδίσει και μεγαλύτερη συμμετοχή του πολίτη. Η κυβέρνηση που θα επιβάλλει μια δικαιότερη φορολόγηση, θα έχει περισότερη ανοχή και θα αποκομίσει περισσότερους πόρους για το έργο της, όταν δεν εξαντλείται σε μια αναγκαστική φοροεισπρακτική πολιτική για να κλείσει τρυπες, αλλά δημιουργεί τις συνθήκες δημιουργίας πλούτου. Με τον τρόπο αυτό κερδίζεται και η μάχη για το ασφαλιστικό. Θα εργασθεί ευκολότερα κάποιος περισσότερο αν στην πορεία του έχει καλύτερη ποιότητα ζωής. Αν έχει λόγους να εργασθεί και να παράγει και όχι αν λειτουργεί μόνο από ανάγκη ή υποχρέωση.
Δεν έχει κανένα λόγο η Νέα Δημοκρατία να καθίσταται τιμητής των stage και των ημιπαράνομων προσληψεων. Δεν μπορεί να είναι αδιάφορη στην εμπέδωση της πραγματικότητας των μισθών πείνας. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας δεν μπορεί να ταυτίζονται με την ανάγκη μείωσης της προστασίας του προφανώς πλέον αδύνατου μέρους, ούτε οι αλλαγές στον χώρο της εργασίας να εξαντλούνται στην ακμή των εταιρείων μίσθωσης εργαζομένων. Η Κίνα έχει φθηνότερο κόστος εργασίας, αλλά είναι η Κίνα το πρώτυπο μας; Μήπως το κόστος εργασίας είναι παραφουσκωμένο στην Ελλάδα για τους λάθους λόγους; Μήπως η πολυνομία, ο κακός συνδικαλισμός, η διαφθορά της διοίκησης, το ανάπηρο ασφαλιστικό, η εξέλιξη της εξειδίκευσης, η ίδια η δυσλειτουργία της οικονομίας κάνει δυσβάστακτο άμεσα ή έμμεσα το κόστος για τους εργοδότες και συμπιέζει τους μισθούς; Αν συνεχισθεί η πορεία που το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε και εδραίωσε για δημιουργία μίας κλειστής και ελεγχόμενης από μία χούφτα ανθρώπους οικονομίας, που νέμεται όλο τον πλούτο, θα οδηγηθούμε στην αποξένωση και στην σύγκρουση. Μπορεί έξω από το πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης, οι εργαζόμενοι να μην εξεγειρονται γιατί πλέον δεν έχουν μόνο τις αλυσίδες τους να χάσουν, αλλά και το διαμέρισμα, στην νεόδμητη πολυκατοικία εκτός κέντρου με τα ίχνη πρασίνου και τον χώρο στάθμευσης, την καφετέρια, τον κινηματογράφο, και ίσως το δυαράκι στην παρακείμενη εξοχή, αλλά αυτή η εικόνα πρώτον δεν αρκεί και δευτερον αλλάζει και στενεύει. Δεν αρκεί γιατί μια αναποδιά μπορεί να κοστίσει και δεν υπάρχει η κατάλληλη υποδομή στην υγεία ή στις κοινωνικές παροχές για να την αντιμετωπίσει. Γιατί δεν μπορεί να υποστηριχθεί η σωστή εκπαίδευση των παιδιών που θα επιτρέψει την εξέλιξη και την κοινωνική κινητικότητα. Αλλάζει και στενεύει γιατί η οικογένεια δεν αρκεί για να υποστηρίξει τους νεώτερους με τους μισθούς πείνας, ειδικά όταν ο πατρικός ή μητρικός μισθός, γίνεται σύνταξη. Γιατί η παραοικονομία δεν παράγει πλούτο σε αυτό το κοινωνικό επίπεδο, αλλά απλά κλέινει τρύπες και μετατρέπει την καθημερινότητα σε βάσανο. Και όσο η ζωντανή οικονομία δεν μπορεί να προσφέρει πειστικές εναλλακτικές, οι πολίτες, ιδίως η νεολαία θα στρέφεται στο δημόσιο οποιασδήποτε μορφής. Εκεί θα παίρνουν τους ίδιους μισθούς με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά θα έχουν και τα τυχερά τους, και ακόμα μονιμότητα και ασφάλεια, δεδομένη εξέλιξη και προφανώς μειωμένη και ήρεμη εργασία. Αυτό προφανώς ούτε την βελτίωση της αποδοτικότητας του δημοσίου βοηθάει, ούτε την μείωση των πελατειακών σχέσεων, αλλά και λόγω των πεπερασμένων δυνατότητων απορρόφησης από το Δημόσιο (πόσο μπορεί να αυξηθεί;) ευνοεί την εμφάνιση εκτρωματικών μορφών εργασίας στο Δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα.
Ολα τα παραπάνω όμως καταδεικνύουν και κάτι ακόμα. Η ανάπτυξη της ελεύθερης οικονομίας σε σωστές βάσης είναι προϋπόθεση για όλα τα άλλα. Ολα προϋποθέτουν παραγωγή περισσότερου πλούτου. Αυτό με την σειρά του προϋποθέτει την ύπαρξη ανάλογων συνθηκών για την δημιουργία του. Η πραγματικά φιλεύθερη οικονομία δεν βασίζεται στην λογική της διανομής της πίττας σε μια δράκα ανθρώπων. Αυτό οδηγεί σε μία αγορά που παραμένει κλειστή, γραφειοκρατική, χωρίς κανόνες ή με αλληλοσυγκρουόμενη πολυνομία και πολυαρχία, που αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος. Μιά τέτοια οικονομία είναι κατευθυνόμενη, γιατί όσοι είναι μέσα γνωρίζουν τα κατατόπια και αποτρέπουν όσους είναι έξω, να δραστηριοποιηθούν. Και όταν λέμε έξω δεν εννοούμε μόνο εκτός Ελλάδας. Δεν μπορούν να αναπτυχθούν νέες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να εκδηλωθεί νέα επιχειρηματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει εφευρετικότητα, όταν η δομή και η λειτουργία της αγοράς είναι τέτοια που κάθε νέα προσπάθεια πρέπει ή να υπαχθεί στα υφιστάμενα ή να εξοβελισθεί. Η έκταση στην οποία λίγοι άνθρωποι ελέγχουν ή συμμετέχουν στα εκτεταμμένα ολιγοπώλια που κυβερνούν τις πιό κρίσιμες για την ανάπτυξη αγορές, είναι τραγική. Στην τραπεζικό τομέα, αλλά και στην ενέργεια, στον τουρισμό αλλά και στις μεταφορές, στην αγορά τροφίμων αλλά και στις κατασκευές, στις νέες τεχνολογίες και τις τηλεπικοινωνίες. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι άνθρωποι στα ΜΜΕ έχουν την δυνατότητα να διαμορφώνουν σε επιμέρους ζητήματα την πραγματικότητα που φτάνει σε εμάς, σε κάθε πολίτη. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι πώς θα περιορίσουμε την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά πώς θα δημιουργηθούν επιτέλους οι δομές για να αναπτυχθεί ανοικτά και σωστά. Δουλειά του επιχειρηματία είναι να αναπτύσσει την επιχείρηση του σωστά και με σκοπό το κέρδος. Δεν περιμένει κανείς από αυτόν να αναπτύξει τις επιχειρήσεις του με βάση το εθνικό συμφέρον. Οχι πώς δεν υπάρχουν άνθρωποι που θα το κάνουν ίσως, αλλά ούτε να τους επιβληθεί αυτό μπορεί, ούτε δουλειά τους είναι. Αυτό είναι δουλειά του συντεταγμένου κράτους, με τους θεσμούς του και τους ανθρώπους στους οποίους δίδεται η εξουσία να αποφασίζουν ή να εφαρμόζουν τον νόμο. Οπως η δουλειά του συντεταγμένου κράτους είναι οταν οι επιχειρηματίες υπερβαίνουν τον όρια που θέτει ο νόμος, να εμποδίζονται, να αναστέλονται και να υφίστανται χωρίς εξαίρεση τις συνέπεις του νόμου. Για να μπορεί η οικονομία να έχει κινητικότητα και να παράγει πλούτο για πολλούς, για να υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές. Για να γίνει ελκυστική για επενδύσεις στην Ελλάδα, αλλά και να υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις που είναι πραγματικά ισχυρές οι ίδιες για να βγούν από το προστατευόμενο ελληνικό περιβάλλον και να επενδύσουν και αλλού. Η επιχειρηματική δραστηριότητα και η εξωστρέφεια υπήρξε πάντα το προτέρημα των Ελλήνων. Πώς όμως μπορεί να αντιμετωπίσουν ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον οι γυμνοί βασιλείς της ελληνικής οικονομίας που αντλούν την δύναμη τους από τον έλεγχο των μηχανισμών αποφάσεων στην Ελλάδα και αδυνατούν να ανταγωνισθούν άλλες επιχειρήσεις, εκτός συνόρων και κρατικής προστασίας;
Η σύγχρονη οικονομία προϋποθέτει διαφάνεια και εμείς δεν έχουμε καταφέρει να υλοποιήσουμε ούτε το εμπορικό μητρώο που ψηφίσαμε, και είναι η ελάχιστη αναγκαία συνθήκη για διαφάνεια και ασφάλεια στις εμπορικές συναλλαγές. Και ας είμαστε οι μόνοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που δεν έχουμε. Εμείς και οι Αλβανοί σε όλη την Ευρώπη. Απαιτείται σαφές κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας σε όλους τους τομείς της αγοράς, αλλά και μόνο τόσους κανονισμούς όσους είναι αναγκαίοι. Κάθετι παραπάνω, είναι εκ του πονηρού. Είναι αυτά τα εμβόλιμα νομοθετήματα που ντυμένα τον μανδύα του αναγκαίου ανοίγουν πόρτες και παράθυρα και αποδυναμώνουν τις κεντρικές ρυθμίσεις μετατρέποντας τον κανόνα σε εξαίρεση ή που απονέμουν αδικαιολόγητα δικαιώματα και κλείνουν επαγγέλματα. Είναι η δευτερογενής νομοθεσία που υπερβαίνει την εξουσιοδοτική διάταξη ή οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι που αντικαθιστούν τον νόμο, απονέμοντας στην δοικητική γραφειοκρατία την δυνατότητα να αποφασίζει για θέματα που δεν έχει νομιμοποίηση, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στην κατάχρηση. Η ανοικτή αγορά απαιτεί πλήρες και διαφανές πλαίσιο λειτουργίας του τραπεζικού τομέα. Αν ο τραπεζικός τομέας δεν υπόκειται σε ένα πλήρες πλαίσιο αρχών, και στην Ελλάδα δεν υπόκειται, μπορεί αναπόφευκτα να επιβάλλει όρους, ακόμα και να υπαγορεύει εξελίξεις και επιλογές. Το καταφέρενει σε πιό εξελιγμένες οικονομίες, η δική μας θα το εμποδίσει. Η διαφάνεια και το σαφές πλαίσιο της κεφαλαιαγοράς είναι προϋπόθεση για να αποφύγουμε τις φούσκες, αλλά ταυτόχρονα για να λειτουργεί η κεφαλαιαγορά που είναι αναγκαίος και κρίσιμος θεσμός της λειτουργία της οικονομίας. Χρειάζεται να υπάρχει ουσιαστική παρέμβαση όποτε ο ανταγωνισμός περιορίζεται. Να υπάρχουν θεσμοί με δομή και δυνάμεις να παρέμβουν κατασταλτικά και όποτε απαιτείται προληπτικά. Χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς αναστολές, χωρίς το αβάσιμο δίλημμα της πιθανής αντίδρασης. Είναι ανάγκη ο καταναλωτής να προστατεύεται επαρκώς, γιατί δεν έχει άλλη δύναμη αντίδρασης στην παραβατικότητα μίας επιχείρησης. Αν δίνουμε την εντύπωση οτι είμαστε ξέφραγο αμπέλι, όλοι θα μας συμπεριφέρονται σαν να είμαστε ξέφραγο αμπέλι. Αν κάποτε πείσουμε πως δεν είμαστε, θα αποκτήσουμε αυτοσεβασμό, θα ξεφύγουμε από το σύνδρομο του αποτυχημένου και τότε θα μας σέβονται και οι άλλοι. Ο σεβασμός δεν είναι κληρονομικός, δεν χαρίζεται αλλά κατακτιέται. Η οικονομία που βασίζεται σε σαφές και σταθερό επενδυτικό περιβάλλον, είναι ανταγωνιστική και ανοικτή. Αυτή η ανταγωνιστική και ανοικτή οικονομία είναι το καλύτερο εμπόδιο στην αυθαιρεσία, στην στασιμότητα και στην ολιγωπολιακή οργάνωση της αγοράς. Με δύο λόγια η ελληνική οικονομία είναι ακόμα έντονα ολιγοπωλιακή και κρατικιστική, ένας περίεργος κρατικισμός που δεν συνίσταται μόνο στην υπέρμετρη παρέμβαση του κράτους στην οικονομική διαδικασία, αλλά και στην απαράδεκτη παρέμβαση των οικονομικών συμφερόντων στην κυβέρνηση και στην νομοθετική διαδικασία. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο. Ως συνήθως ο κρατικισμός βαδίζει χέρι χέρι με την διαφθορά. Η ανατροπή αυτής της κατάστασης είναι στοίχημα και προϋπόθεση. Πολιτικό στοίχημα και προϋπόθεση για οποιαδήποτε ριζοσπαστική και ουσιαστική παρέμβαση που θα επιτρέψει την αντιμετώπιση της παρακμής. Αυτή είναι η πρώτη και κύρια ανάγκη μίας πραγματικά πατριωτικής παράταξης.
Ο απεγκλωβισμός της ελληνικής οικονομίας από την παρούσα κατάσταση, είναι ανάγκη και προϋπόθεση για την δημιουργία πλούτου και την εξυγίανση του ίδιου του κρατικού μηχανισμού. Προϋπόθεση για την καλύτερη ποιότητα ζωής για του πολίτες, για καλύτερη παιδεία, υγεία, περιβάλλον και ασφάλιση. Για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Αλλά είναι κυρίως αναγκαίο για να μπορεί να είναι η Ελλάδα υπολογίσιμη. Να μην αναγκαζόμαστε να γυρίσουμε στο παρελθόν μόνο, για να αισθανθούμε περήφανοι. Να απαιτούμε να μας σέβονται για το παρόν και όχι μόνο για το παρελθόν. Να φανούμε αντάξιοι και όχι θλιβεροί μιμητές των προηγούμενων από εμάς. Να τους τιμούμε με το έργο μας και όχι να κρυβόμαστε πίσω από την δική τους ιστορία. Να ξεφύγουμε από την μετριότητα της ανικανότητας και της βολής μας. Να διατηρήσουμε την ιδαιτεροτητα και την αξία του Ελληνισμού, όχι στις προθήκες των μουσείων αλλά σαν μια σύγχρονη, ξεκάθαρη, ζωντανή και ακμαία συνιστώσα σε μια παγκόσμια και πολυπολιτισμική κοινωνία. Ο Ελληνισμός σαν έννοια, σαν σύνολο αξιών, σαν φιλοσοφικό υπόβαρθρο, σαν πολιτισμική δύναμη, ακόμα και σαν γλώσσα, δεν ήταν ποτέ φοβισμένος και ξενόφοβος. Αντίθετα άκμαζε εντός αλλά και εκτός των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας, μπόλιαζε άλλους πολιτισμούς αλλά και έπαιρνε δημιουργικά στοιχεία απο αυτούς και τα ανασυνέθετε. Οχι μόνο την εποχή του μεγαλείου, αλλά και την εποχή που ο ελληνισμός συζούσε με άλλους πολιτισμούς, κάτω από ξένες εξουσίες. Ο ελληνισμός κινδυνεύει μόνο από την μιζέρια του. Την μιζέρια που ζούμε σήμερα σαν κράτος, σε κάθε σχεδόν έκφανση της δραστηριότητας του, αλλά και σαν κοινωνία που αντιδρά φοβισμένα και σπασμωδικά στην εμφάνιση των μεταναστών. Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ εμείς διωγμένοι ή μετανάστες, σαν να μη υποστήκαμε ποτέ μεταχείριση υποτιμιτική αν όχι ατιμωτική. Η ξενοφοβία για τον ελληνισμό είναι σημάδι παρακμής που δεν βρίσκει δικαιολογία στην κοσμοθεωρία του. Είναι προσβολή στην ιστορία μας και στον πολιστιμό μας, πέρα και πάνω από προσβολή στην ανθρωπιά μας. Δεν είναι κάτι απλό, καθώς η πρόχειρη και ασυντόνιστη αντιμετώπιση σε σχέση με την πιθανά σχεδιασμένη ενίσχυση του φαινομένου από το εξωτερικό, αν ιδωθεί σε επίπεδο ατομικό ή γειτονιάς, οδηγεί σε σύγκρουση. Αυτό όμως συμβαινει μόνο αν και οταν το οργανωμένο κράτος αποτυγχάνει. Πάλι, αν το κράτος αποτυγχάνει επειδή η διαφθορά το έχει αδρανοποιήσει και οι αλλεπάλληλες εξουσίες αδυνατούν να πάρουν τα μέτρα που απαιτούνται για να ανατρέψουν την πορεία, φυσικά θα έχουμε συγκρούσεις σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας. Οχι μόνο σε σχέση με τους μετανάστες, αλλά και σε σχέση με κάθε είδους συμφέροντα ατομικά ή συλλογικά που επιδιώκουν την διασφάλιση τους μέσα σε ένα γενικώτερο κλίμα γνώριμης και ασφαλούς στασιμότητας και έλλειψης ηγεσίας.
Μα αυτά εν είναι τα ιδια πράγματα που η Νέα Δημοκρατία αρχικά ευαγγελιζόταν; Εν πολλοίς ναί. Αυτό που φταίει λοιπόν, δεν είναι η έλλειψη ιδεολογίας, θέσεων και προγράμματος. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να εφεύρουμε τον τροχό. Αυτό που απαιτείται είναι η εφαρμογή των όσων πιστεύουμε, των όσων εξαγγείλαμε και των όσων αποτύχαμε να κάνουμε. Εκεί πάσχουμε. Τα μεγάλα λόγια περισσεύουν και τα έργα λείπουν. Πάρα πολλοί και πολλοί από την ηγεσία, εθίζονται σε μια διπλή πραγματικότητα. Αλλο αυτό που λέμε, άλλο αυτό που κάνουμε. Οτι λέμε, το λέμε για να πάρουμε την εξουσία, οτι κάνουμε, το κάνουμε για να διατηρήσουμε την εξουσία. Αυτό είναι και η πλέον ανόητη και πλεόν απολίτικη των προσεγγίσεων. Με αυτό τον τρόπο, είναι βέβαιο, μπορεί να πλουτίσουν ορισμένοι ή και να κερδίσουν την προσωπική τους επανεκλογή, μέχρι να τους πάρει είδηση ο κόσμος. Η κυβέρνηση όμως θα πέσει γιατί αναπόφευκτα με την πολιτική του μοιράσματος της πίττας, των ισσοροπιών ή της ευθείας εκπρόσωπησης συμφερόντων, συγκρούσεις και αλλαγές δεν γίνονται. Αλλο είναι είναι ένα κόμα ανοικτό στην κοινωνία, να ακούει και να συνθέτει απόψεις και άλλο να παράγει πολιτικό λαπά για να μην θίξει τα κακώς κείμενα. Είναι απολύτως βέβαιο οτι ο κομματικός ρεαλισμός θα οχυρωθεί και πάλι πίσω από το “αυτά δεν γίνονται”, “δεν θα μας αφήσουν τα συμφέροντα”, “δεν θα δούμε ποτέ εξουσία”. Η δική μου ταπεινή απάντηση είναι ας μην δούμε ποτε εξουσία αν είναι να εξευτελισθούμε με τον ίδιο τρόπο που εξευτελισθήκαμε τώρα. Οχι επειδή χάσαμε ακόμα και με 10% διαφορά, αλλά επειδή αποτύχαμε, εγλωβισθήκαμε στην πολιτική των ισσοροπιών, αποδείχθηκε οτι δεν πιστεύαμε αυτό που κάναμε και τελικά φανήκαμε ανάξιοι του ρόλου που αναλάβαμε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή. Το κακό όμως είναι οτι σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από το καράβι της Νέας Δημοκρατίας κλυδωνιζόμενο δεν φεύγουν πρώτα τα ποντίκια γιατί απλά με τον καιρό και την προηγούμενη εμπειρία, γνωρίζουν οτι δεν θα τα βγάλουν πέρα με την θάλασσα. Είναι πλέον ποντίκια με σοφία προβάτων. Οχι μόνο αυτό, αλλά μπορούν και βρυχώνται. Το ποντίκι όμως που βρυχάται, ποντίκι πάντα είναι. Απλά να μας κοροϊδέψει προσπαθεί.
Για να μπορέσουν τα λόγια να γίνουν έργα, απαιτούνται ηγεσίες. Ηγεσίες αποφασισμένες και ισχυρές. Γιατί το πρώτο μέλημα μιάς ηγεσίες σήμερα πρέπει να είναι να κάνει τομές στην ίδια την Νέα Δημοκρατία. Τομές σε πρόσωπα και σε δομές. Από τις τοπικές και νομαρχιακές, μέχρι τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και κυρίως στο πολιτικό προσωπικό σε κάθε επίπεδο στον συνδικαλισμό, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στην βουλή. Η Νέα Δημοκρατία είναι εμποτισμένη με την λογική της νομής της εξουσίας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του ΠΑΣΟΚ επί ημών. Μας μετέδοσε όλες τις αρρώστιες του και εμείς τις δεχθήκαμε και τις καταστήσαμε μέρος της λογικής μας. Το ΠΑΣΟΚ προχώρησε μπροστά και εμείς έχουμε μείνει με το σύμπλεγμα του 1981. Πρέπει πρώτα να αλλάξει αυτό, πρέπει να πσιτεύσουμε ουσιαστικά στα όσα ισχυριζόμαστε για να μπορέσουμε να προσχωρήσουμε. Αν σκοπός της Νέας Δημοκρατίας είναι το καλό του τόπου και δεν είναι σύνολο μονάδων αφιερωμένων στον εύκολο πλουτισμό, τότε καλύτερα να αργήσει να δεί εξουσία παρά να βρεθεί με εξουσία και την ίδια λογική και οργάνωση. Και βέβαια επειδή εύλογο είναι σε κάθε κόμμα να συμμετέχουν όλοι, η διαμόρφωση της εικόνας του κόμματος είναι δουλειά της ηγεσίας. Η πρώτη και σπουδαιότερη. Η ηγεσία αποφασίζει αν θα μείνει στην λογική των συσχετισμών και των διευθυντηρίων ή θα είναι ανοικτή και τολμηρή. Να τονίσουμε βέβαια εδώ, οτι εύλογο είναι η κάθε ηγεσία να συντίθεται από ανθρώπους που συνεργάζονται καλύτερα και κατανοούν καλύτερα ο ένας τον άλλο. Δεν μπορεί να ζητήσει κανείς από μία ηγεσία να μην κάνει τις επιλογές της σε ανθρώπους πρώτης γραμμής ούτε μπορεί μια ηγεσία να αποποιηθεί τις ευθύνες για αυτές τις επιλογές. Ούτε μπορεί όλοι να ανήκουν σε αυτές τις επιλογές. Το θέμα δεν είναι να φύγουν οι άλλοι για να έλθουμε εμείς. Το ζήτημα είναι η λογική της ηγεσίας να μην κατευθύνεται στον αποκλεισμό απόψεων και ιδεών και προσώπων. Να μην μετατρέπεται σε μηχανισμό. Υπάρχουν πλέον πολλοί άνθρωποι στην Νέα Δημοκρατία που δοκιμασθήκαν με επιτυχία σε θέσεις ευθύνης στην διοίκηση και άνθρωποι εμβληματικοί που τεθηκαν σε πρόωρη αποαστρατεία, γιατί ενοχλούσαν τα ποντίκια. Η δεξαμένη νέων ικανών ανθρώπων θα διευρύνεται όσο το κόμμα είναι ανοικτό και θα αδειάζει όσο το κόμμα απωθεί αυτούς και ευνοεί τους τυχοδιώκτες της πολιτικής. Δουλειά της ηγεσίας είναι να κάνει σωστές επιλογές, να εκμεταλλευθεί όλους αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουμε οτι θέλουν και μπορούν να προσφέρουν και δουλειά όλων των άλλων απλών οπαδών, όλων ημών των υπολοίπων, είναι να στηρίζουμε ενεργητικά αυτούς τους ανθρώπους και αυτές τις επιλογές. Μπορεί κάποιος από του υποψήφιους αρχηγούς να τα πετύχει όλα αυτά; Λάθος ερώτηση. Μπορούμε να πιέσουμε εμείς να γίνουν όλα αυτά; Να μην είμαστε παθητικοί δέκτες; Να απαιτήσουμε οχι εξουσία, αλλά σωστή άσκηση της; Να ασκήσουμε τον θεσμό της αντιπολίτευσης όπως ο Καρμανλής υπέδειξε για το καλό του τόπου και ταυτόχρονα να γίνουμε πειστικά εξωστρεφείς αλλάζοντας τα κακώς κείμενα που μας καταδυναστεύουν; Θα δείξει.

3 σχόλια:

  1. ΦΙΛΕ ΑΛΚΗ, ΓΙΑΤΙ ΝΟΙΩΘΩ ΟΤΙ ΣΗΜΕΡΑ ΙΣΧΥΕΙ ΤΟ ¨ΣΤΟΥ ΚΟΥΦΟΥ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ.......ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ ΣΟΥ ΧΑΛΑΣ¨.
    ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ισως η πλεον εμπεριστατωμενη αναλυση αναμεσα σε πολυ καλες. Μοναδικη διαφωνια μου τα περι πολυπολιτισμικης Ελλαδας.Παραπεμπει σε παραλληλους κοσμους Ελληνων και μεταναστων χωρις δυνατοτητα οσμωσης και αλληλοσυνεννοησης(Γαλικο μοντελο μαλλον).Προτιμω το Αμερικανικο που οι εθνικες ιδιαιτεροτητες των μεταναστων υποχωρουν με το χρονο εναντι του Αμερικανισμου, στο επιπεδο του φολκλορ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ολα τα λεφτά οι τελευταίες φράσεις. Και το κεντρικό ερώτημα : "ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΠΙΕΣΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ?"
    Που αναλύεται σε: Ποιοί είμαστε εμείς?Εχουμε διάθεση και δυνατότητα προσφοράς? Ποιους και πως θα πιέσουμε?
    Πολύ ενδιαφέρουσες εποχές (ίσως)

    ΑπάντησηΔιαγραφή